Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

ΛΕΥΚΗ ΚΟΛΛΑ

Ξεκίνησα να γράφω με λέξεις το συναίσθημα.
...
Το κόκκινο έπεφτε πηχτό πάνω στο γρανίτη
της Μοίρας μας, Πλούτος σε στρώσεις, την μιά
πάνω στην άλλη, με ροή αδιάκοπη και απόχρωση
αναλλοίωτη.  Μια λάβα που καιει τα σωθικά.
Μια φωτιά που ρέει ακατάπαυστα.
...
Το μάυρο γύρω τυλιγμένο σαν φουλάρι μεταξένιο
στους λαιμούς της Απέλπιδης Τρικυμίας, στα κατάρτια
των Πόθων μας, που ναυάγησαν και κειτονται στους
μακρινούς βυθους,  αφώτιστοι, μα αβυσσαλέα κατατρώγουν
τις μικρές Ιερές Προσευχές μας για επανάκτηση.
...
Συνέχισα να δημιουργώ σχήματα στο χαρτί για τα συναισθήματα.
...
Το γαλανό το δυνατό, παντού ριγμένο,
στραγγισμένο θαρρείς απο γιγάντιο συννεφοπλεγμένο
κοσκινο, στρώμα να γίνεται παχύ και πουπουλένιο
για να ξαπλώσουν οι έραστές και να κοιμούνται τα
κορμιά μετά τον Πόλεμό τους!
...
Το πράσινο της γιατρειάς, της υψηλής διαίσθησης
το παλτουδάκι, εκεινο που καλύπτει την υποκριτική
μας διάθεση για μετριοφροσύνη και ταπεινότητα.
Το γρασίδι που πανω του απλώνουμε την υπαρξή μας
και απλώς έυελπιστούμε να μεγαλουργήσει χωρίς να το
παραδεχόμαστε ως διακαή μας πόθο!
...
Επέμεινα να σχηματίζω κύκλους και γραμμές για τα μέσα μας.
...
Το κίτρινο του Ηλιου, του Απόλυτου Θεού της
Αρχής των Πάντων, το εκτυφλωτικο σαλβάρι που
φορεσα στα πόδια μου και εδεσα στην Μέση μου
πολλές φορές, για να μπορέσει η μέρα μου να περπατήσει.
Τα ηλιοτρόπια στα μαλλια που φύτρωναν τα καλοκαίρια
και αναρωτιόσουν αν η ζωή μου σε ξεπέρασε.
...
Το καφέ της Σκιάς του Ανέμου, της ασύστολης
σιωπής, της χαμένης αθωότητας, της ηδονής απο την
επιστροφή στην γη, στο χώμα, το χωμάτινο τραπέζι
που στρώνουμε οι ιδιοι για να μας δεχθει
και να μας φιλοξενήσει.
....
Γύρισα να κοιτάξω τι γράφτηκε.
Πως απέδωσα τα συναισθήματα.
Πόσο εξήγησα την αντάρα μέσα μου,
την πίκρα, την χαρά, την ελπίδα, την δύναμη.
Τίποτε δεν γράφτηκε..

Κόλλα Λευκή παραδίδω εν τέλει.
Ολα στο Λευκό καταλήγουν πάντα,
από όποιο χρώμα και αν περνουν...
Όλα στο Λευκό καταλήγουν...

Τρίτη 29 Μαΐου 2012


ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ...

Στο μικροσκοπικό κορμό
μιας πεταλούδας του σκότους,
ενός εντόμου, που παραδόσεις
... το θέλουν να φέρει την ψυχή
του αποθανόντα εντός του,
σε ένα τέτοιο τοσο δα κορμί,
συγκινώ το δικό σου;
Εις τους αιώνες, των αιώνων
απαλλάσομαι και επιστρέφω εκ νεου;
Εσύ; που βρίσκεσαι εσύ;
Εντός μου; ή μήπως εκτός;
Σε πόσα σώματα, σε έχω φορέσει;
Ανομολόγητη η ενοχή μου.
Να ζω τόσες χιλιάδες χρόνια
εγωιστικά, δίχως μια φορά
να σου έχω φανερώσει πως
εγώ ειμαι καθε ζωή σου και
κάθε θάνατος.
Ποσες ψυχές έχω χρεωθεί;
Δεν είναι αληθινο το τέλος, το ξέρω.
Πως να ορίσει καποιος το ασύνορο;
Με λάτρεψες κάποτε στο χθές.
Με αγαπάς στο σήμερα, το ξέρω.
Ομως, εγώ για κάθε μέρα που χάσαμε,
επειδή άργησες να με βρεις,
σου χαρίζω και από έναν έρωτα αδιέξοδο.
Σε πόσες μοίρες έταξα το αίμα μου,
για σένα;
Που να θυμάμαι;
Σε πόσες ζωές χρειάστηκε να σε διώξω,
για να σε αποκτήσω σε τούτη;
Το ξέρω, το ξέρω σου λέω πως με αγαπάς.
Σήμερα, τώρα, πλεόν...
Όμως εγώ, για κάθε μέρα που χάσαμε
ώσπου να με βρεις, σου χαρίζω
και απο ένα όνομα που μισώ.
Έτσι, για να έχει η ερημιά του κοσμου
ταυτότητες να αλλάζει...
Όταν δεν με κοιτάζεις,
δεν βγαίνει ο ήλιος...

(να το θυμάσαι)
Το ημερολόγιο μιας ανοχής
·
Η πόρνη ξύπνησε με το κορμί γεμάτο μελανιές και εκδορές.
Ειχε πλυθεί το προηγουμενο βράδυ μετά την οργιαστική πράξη.
Είχε χωθεί μέσα στα πουπουλένια της ονειρα και την εξαίρεση
της αφαιρετικής τρυφερότητας που την έκανε να νιώθει ξανά...
Είχε φροντίσει την ανολοκλήρωτη ταυτότητά της και ειχε πιεί,
ασυνήθιστα πολυ απο την μεθυστικά πορφυρόχρωμη συνουσια.
Σηκώθηκε απο το ντιβάνι της και προχώρησε στο έπιπλο του
καθρέπτη. Άγγιξε προσεκτικά τα φιλιά του στους ώμους, τα άλλα
στο εσωτερικό του καρπού, ενώ γεμάτη αθώα ντροπή ένιωθε
το αίμα μέσα της να κοχλάζει απο πόθο. Στις μελανιές του γέλασε
με αυθάδεια, στις εκδορές αισθάνθηκε περηφανη ενθυμούμενη την
ορμή που τον δεχόταν στο δέρμα της, στο σώμα της...
Γύρισε στον κόσμο της που βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση και πριν
προλάβει να τοποθετεί εκ νέου τα κομμάτια του στις σωστές θέσεις,
ειδε ένα αποτσίγαρό του στο τασάκι στο κομοδίνο. Γελούσε δυνατά.
Γελούσε και γελούσε και θυμόταν το πάθος του καθε φορά που την
ζητούσε απο την αρχή... Παιδί σχεδόν φαινόταν και ας ήταν τριάντα
και κάτι.... Τόσα νιάτα ξόδεψε στην χρησιμοποιημένη της ηδονή.


"Πάμε να φύγουμε μαζί.. τώρα... σε αγαπάω στο ορκίζομαι σε αγαπώ...
ως το θάνατο και πέρα απο αυτον θα σε αγαπώ! πάμε, έλα, ας φύγουμε..."
"Η πόρνη ξέρει να γλεντά και να υποκλίνεται στον έρωτα τον αυθεντικο,
μα ξέρει και να φεύγει στον μεγάλο πόθο όχι απο φόβο, μα απο σεβασμό.. ζήσε ότι σου προσφέρεται και μη ζητάς παραπάνω..." του ειχε πει.

Σταμάτησε να γελά. Άρχισε να κλαίει. Έκλαψε πολύ ώρα. Επειτα κοίταξε
το ρολόι του τοίχου και μπήκε στο μπάνιο. Σε λίγη ώρα θα ερχόταν ένας
απο τους τακτικούς της...

"η ζωή ειναι η χειρότερη πόρνη από όλες μας" σκέφτηκε.

Στην πόρτα της κάμαρας από την μέσα μεριά, βρισκόταν μια
επιγραφή. Η ίδια την είχε κάνει παραγγελία, αμέσως μόλις συνειδητοποίησε πως ήταν ερωτευμένη. Ηθελε να μην ξεχάσει, 
μα και να μην παραμυθιαστεί.

"Η χειρότερη πουτάνα είναι η ίδια η Ζωή."

[Ενταφιάζω όνειρα
αγνώστων στοιχείων.
Τόσα χρόνια στη
δημόσια χρήση,
έμαθα να αποφεύγω
τους ομαδικούς τάφους.]

(Από την  ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ)

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

ΒΑΠΤΙΣΜΑ
[γραμμένο πριν πολλά χρόνια.  Υποτίθεται πως ειναι η εκ βαθέων εξομολόγηση ενός ερωτευμένου άντρα σε μια γυναίκα.  Ομως, θα μπορούσε να ειναι και η εξομολόγηση μιας γυναίκας...(;) ]

ΒΑΠΤΙΣΜΑ

Λικνιζομενη, αιθέρια, σχεδόν άυλη θαρρεις, κοιτούσε,με τα μεγάλα της μάτια και με προσκαλούσε,
με προκαλούσε στην Λίμνη της την απύθμενη να βουτηχτώ.
Να βαπτιστώ, να αλλαξοπιστήσω...
Το ήθελα, μα τον Θεό το ήθελα κι εγώ!
Να αλλάξω και να αναποδογυρίσω της ζωής μου το λυσάρι.
Να μην μπορει κανεις να με κατανοήσει πια.
Μαζί της να γεννιέμαι και μαζί της να πεθαίνω.
Σμιλεμένη πέτρα και ανάγλυφο κόσμημα, σε όλο της το κορμί
να κατοικώ, άστεγος για πάντα...
Σφιχτό και λειο, δυνατό, αδάμαστο και υγρό,
λαμποκοπούσε ποτε στο φως και πότε στο σκοτάδι.
Ω, μην νομισετε για μια στιγμή,
πως το σκοτάδι υπολείπεται σε εικονες.
Οι γοφοί της κινούνται σαν κύμα και κάθε της
κίνηση θεριεύει την οργή μου.
Γιγαντώνει την παθιασμένη μου ψυχή σε επικίνδυνη φυλακή.
Την θέλω τούτη την Γυναίκα!
Είναι το πύρινο μέτωπο της συμφοράς μου μα την θέλω!
Είναι το δολοφονικό μου ένστικτο μα την ποθώ!
Την θέλω σήμερα και χθες και στο απέραντο
του πάντα, να την βασανίζω.
Να μην το βλέπει πως λιώνω και να την αποδιώχνω..
Να την αποζητώ και να μου δινει ότι και όποτε,
έτσι την Θέλω!

Να είναι το κοκκινο νερό της αμαρτίας που θα πιω.
Να εϊναι το κίτρινο δηλητήριο της μοναξιάς που θα με κεράσει.
Να είναι το ξέφωτο που μια σε σωζει και γελας
και μια σε ριχνει πιο βαθιά στο δάσος.
Στην κολυμπήθρα την βαθιά της, μια απότομη βουτιά
θα χαρώ κάποια στιγμή. Δειλά στην αρχή θα μου δοθεί.
Επειτα με όλη την ορμή της.
Ετσι την θέλω...
Να μου παραδοθει, να προδοθει, να ικετεύσει...
Το δικό μου σώμα να παρει μέσα της βαθιά και
στην κολυμπήθρα του Ανεπανάληπτου να γίνει η Επανάληψη.
Να γίνει τελετή.
Να την χαράξω με τα δόντια και να την σημαδέψω σαν εγκληματια, αφού εγκληματει που με ωθεί να την γυρεύω έτσι... στον Πόθο μου, στην έξαψή μου, στην ελπίδα μου, στην αντοχή μου....
Κάθε φορά που μου γελά νιώθω πως μέ επιασε ο Ιερος Ιστός του Πόνου και με πνίγει. Μα τέτοιο Βάπτισμα δεν γίνεται να το δεχθώ. Θέλω να έχω ένα όνομα όταν με αφήσει που θα το θυμάμαι. Εκείνη ξέρω πως δεν φταίει. Μα εγώ θα μεινω δίχως μνήμη σαν βουτήξω στα νερά της.
Θέλω τα χέρια μου να τα ζητά τις νύχτες και την ημέρα να ιδρώνει στο νερό που με επνιξε μέσα της.
Να την δαγκώνω και τα ματωμένα χείλη της να στάζουν το αίμα που γλείφοντάς το, θα με μεταλλάσει σε παντοδύναμο Δυνάστη.. Δυνάστη που οξύμωρα αδικείται...

Να με τυλίγει σαν σαβανο μα να τη δέχομαι..
Λικνίζεται πάλι. Χορεύει ένα χορό παράξενο που μαγεύει προτού ακόμη πέσει στην Κολυμπήθρα μαζί μου.
Διπλο το Βάπτισμα πάντα..
Αλλαξοπιστώ εγώ μα και εκείνη, δεν μένει στον ίδιο Θεό ή Δαίμονα Πιστή...
Με κοιτάζει.. παραδίνεται...με αφήνει να την λεηλατήσω...
Με βαπτίζει και την βαπτιζω στο κόκκινο του ερέβους.
Γιατι δεν υπάρχει μεγαλύτερο έρεβος απο αυτο που κρύβεται
στο Κόκκινο...

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

ΠΑΙΖΟΥΜΕ;

Σε μια ανάμνηση θολή εντέλει εγκαταστάθηκε ένας έρωτας πεθαμένος.
Ναι, πεθαμένος.
Μήτε πνοή, μήτε θέληση, μήτε σάρκα τίποτε...
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έμεινα γυμνη.
Ίσως επειδή φοβήθηκα το βάρος που φέρει η ελευθερία της επιλογής.
Όσο να πεις, όσο καιρό τριγυρνάς με παρέα ειναι ωραία να γκρινιάζεις.
Μόλις τελειώσει ο χρόνος που ξοδεύεις με τους άλλους...
εκει αρχίζουν τα δύσκολα.
Τι νόμιζες; Εύκολα σε ανέχεται ο εαυτός σου;
Μιλάς μόνος σου...
(Εχεις μιλήσει ποτέ μόνος σου; εγώ το κάνω συνέχεια, έχει ενδιαφέρον.)
Τσακώνεσαι μόνος σου!
(αυτο εχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον)
Γελάς μόνος σου!
(τούτο και αν ειναι υπέροχο!! απελευθερωτικο, λυτρωτικό, δίχως να εισαι υποχρεωμένος να δώσεις εξηγήσεις σε κανέναν. Ωχ αμάν πια, καθε φορά να εξηγείσαι γιατι γελας, γιατι κλαις, γιατι φεύγεις...)
Εγκαταστάθηκε λοιπον ο έρωτας ο νεκρός με το έτσι θέλω.
Με κοιτούσε αδιάφορα. Με προκαλούσε να βγώ να αναζητήσω συντροφιά.
Με περιγελούσε ενίοτε. Ταφή καμία. Ταφή ανέπαφη ακόμη στων οδών της
αβύσσου, η οποία προφανώς ήταν ενήμερη για την δική μου απογνωση και
με υπομονή φλυαρούσε περί ανέμων και υδάτων, ουδόλως καθαρών!
Κάποια στιγμή το πήρα απόφαση πως μαζί του θα συμβιώνω τα ανόμοια
και θα τελώ τα αβίαστα ως παράπονα.
Παίζουμε; (του είπα)
Και τι περίεργο αμέσως δέχθηκε.
Κρυφτό! (μου ειπε)
Ήμουν σίγουρη! Το παιχνίδι που πάντα κερδίζει εκείνος...
Ήξερα πως ήμουν χαμένη πριν καν ξεκινήσω.
Ηττημένη απο τον Έρωτα ακόμη και νεκρό!
Δέχθηκα να ρίξω κατι επάνω μου να σκεπάσει την
ασύστολη γύμνια μου.
Ντύθηκα σοφία και έφυγα.
(απο εδώ βγήκε το "ντυνεσαι και φεύγεις", άραγε;)

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Σε ένα παγκάκι στην άκρη του πάρκου βρέθηκε.
Ρακένδυτη, πληγωμένη, αποστεωμένη να περιμένει τον Άνεμο.
Της είχε πει πως θα έρθει. Εκείνη τον πίστεψε.
Εκείνος δεν ήρθε ποτέ. Εκείνη πάγωσε στο παγκάκι της ανατολικής
πλευράς του μεγάλου πάρκου, περιμένοντας.
Όχι δεν φταίει εκεινος.  Πως να καταλογήσεις ευθύνες στο άρτιον.
Το ατελές και το ημί- είναι που φέρει πάντα όλες τις ευθύνες.
Τι φταίει εκείνος, αν κουβαλούσε χρόνια τώρα εκείνη τις ελπίδες
στο δισάκι της;
Όλος ο κόσμος ξέρει πως όταν φεύγουμε απο κάπου αργουμε συνήθως
να επιστρέψουμε - αν επιστρέψουμε ποτε.
Τι φταίει εκείνος, αν αποφάσισε εκεινη να ζήσει με τα πουλιά και σύννεφα;
Την αγαπούσε.
Την αγαπουσε πολυ σας λέω.
Αλλά ειναι φορές που η αγάπη δεν φτάνει στα αυτια,
γιατι δεν έχει μπορέσει να φτάσει τα χείλη.
Είναι φορές που η δειλία ειναι δυνατότερη της ομολογίας,
της εξομολόγησης. Αυτο συμβαινει στους εκλογικευμένους.
Αυτους που μετράνε και κοβουν και ράβουν πριν ξεστομίσουν
της καρδιάς τους το ξέχειλο.
Ποιο ξέχειλο;
Μάλλον το μόνο ξέχειλο είναι το λιγωμένο βλέμμα τους που
δεν εχόρτασε ποτέ αλήθεια.  Την δική τους αλήθεια που εξόρισαν για να επιζήσουν...
Νομίζουν...
Αντίο θλιμμένη χαρούμενη του πάρκου μας.
Ελπιζω εκει που πας να συναντησεις καποιον που εφυγε με την αλήθεια του αγκαλιά
και την καρδιά του γεμάτη θάρρος και θράσσος αγαπώντας τα ποτάμια και τα α- μέτρητα,
εκεινα που δεν μετρηθηκαν ποτέ σωστά.. μα χώρεσαν παντου.


Σάββατο 19 Μαΐου 2012

ΔΙΧΩΣ ΑΦΕΣΗ

Απλώνεις τα χέρια σου, σε μένα;
Τα είδα τα χέρια σου.
Τα είδα πόλλές φορές.
Τα ένιωσα.
Μαχαίρια, με λεπίδες που
γυάλιζαν σαν λυσσασμένα μάτια.
Μαχαίρια, με σκληρό παγωμένο
ατσάλι, που έφτανε μέχρι το
κόκκαλο.
Με ποια συγχώρεση να ανοίξει
η προσευχή;
Με ποια προσευχή να ξεκινήσει
η συγχώρεση;
Δεν δίνω άφεση σε αγγέλους
που φοβήθηκαν να ζήσουν!
Μείνε με χέρια αδειανά απλωμένα
στο μέρος μου.
Μπορεις να εισαι βέβαιος πως
ερωτεύτηκες βαθιά για μια φορά.
Χέρια αδειανά είναι ο Έρωτας.
Χέρια λεπίδες.
Και εγώ βέβαιη είμαι.
Δεν υπάρχει μήτε προσευχή,
μήτε συγχώρεση στον έρωτα.
Το τώρα μονο, υπάρχει.
Το βουτάς απο τα μαλλιά,
ή το κάνεις παρελθόν χωρίς
κανένα ενδιαφέρον.
Δεν δίνω χρόνο σε αιώνιους
πειρασμούς.
Γέρασε, δίχως τα νιάτα της αφής μου.
Μπορείς να είσαι βέβαιος πως
δεν έζησες ποτέ.
Ένα "πάντα" συνηθισμένο
κι ένα "ποτέ" μοναρχικό,
να σε συντροφεύουν τις νύχτες, κράτησε.
Πλανέψου σε δήθεν αξίες,
δίχως άφεση.
Δίχως άφεση θα κολυμπώ και
εγώ στα δάκρυά σου.
Γιατι θα κλαίς και το ξέρω.
Θα κλαις συχνά..
Δίχως άφεση...

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΙΔΙΑ, ΦΙΛΙΑ..

Κρυμμένος πίσω απο τις αγριοτριανταφυλλιές την παρακολουθει έχοντας μισή ανάσα τη φορά, έχοντας ιδρώτα να στάζει απο το μέτωπο στο λαιμό και από το λαιμό στο στέρνο του, το φουντωμένο απο πόθο.  Την βλέπει να αναδύεται αργά απο το νερό.  Μοιάζει στην Νύχτα μια Σκουρόχρωμη Αφροδίτη που τη γεννά ο ποταμός του σκότους. Γεμάτη λάβα, απο φλόγες ζωσμένη κι ας βγήκε μόλις απο υγρό στοιχείο.  Τα μαλλιά της κόκκινα φίδια της ερήμου, λαμπουν στου
φεγγαριού το ασήμωμα.  Τα μάτια της γυαλίζουν καθώς σηκώνει το πρόσωπο και ριχνει το βλέμμα της στις αγριοτριανταφυλλιές, εκει που εκεινος κρύβεται..
Μα ξέρει...
βεβαίως το ξέρει...
το ξέρει και το διασκεδάζει η Μάγισσα, η Πλανεύτρα του Κορμιού του. 
Αναδύεται απο το νερό με το μεταξωτό της φόρεμα κολλημένο
πάνω στο σώμα της που διαγράφεται πεντακάθαρα. 
Μαλλιά και μάτια χύνονται στους ώμους της.
Χείλη πλημμυρίζουν την νύχτα υποσχέσεις χωρίς καν να ανοίξουν. 
Οι Δαίμονες παραμονεύουν.
Οι Θεοί κρύφτηκαν. Οι πόθοι όλοι ξεσκίζουν το κορμί του. Εκείνος πονά.. Υποφέρει πισω απο τους θάμνους.
Ηθελε να την ξαναδει.
Το ξέρει πως πηγαινει στο νερό πάντα μετά απο εκείνον,
αλλα δεν θέλει να το πιστέψει... κάθε φορά τα ίδια...
το ξέρει πως πηγαινει στα νουφαρα να πλέξει τα εσωρουχά της μα ζηλεύει. 
Γιατι του φεύγει και μενει μονος, άδειος....

Βγαίνει αργά περπατώντας προς το μέρος του και στέκεται για λιγο,
κάτω απο την δέσμη του φωτος της Σελήνης.
Γυναικα κι εκεινη, θαρρεις αντιλαμβανεται τι θελει να κανει και δυναμώνει το φως της.  Σκιαγραφει το κορμί της απο άκρη σε άκρη και του χαρίζει την ευχαριστήση να την βλέπει ξανά οπτασια, άπιαστο άνεμο, ξωτικό που δεν κατοικει πουθενα και δεν ανήκει σε κανέναν. 
Σηκώνει τα χέρια της το ίδιο αργά, στιβει τα μαλλιά της και τα τινάζει δυνατά προς τα πίσω.  Αγγίζει το λαιμό της, το στήθος της, παγώνει ...
αγκαλιάζεται ... κλεινει τα ματια κι εκεινος λιγωνει στη θύμηση
του κορμιού της στο σώμα του κλειδωμένο. 
Κάνει να βγει να τρεξει, κανει να την ζεστάνει μα...οχι, κοντοστέκεται.
Δεν ειναι απαραίτητο να της δειξει πως ειναι εκει, δεν πρεπει...
ισως τη χάσει για πάντα...
Μα εκείνη ξερει, και συνεχιζει νωχελικά, να γδύνεται την αμαρτωλή της θέα
που προσφέρει και να ξεμακραίνει στο μονοπάτι, σχεδον βασανιστικά για εκεινον...
Λιγωμένος την βλέπει να γυρίζει πισω... πρέπει να φύγει, τώρα ..
Ξέρει, τωρα επιστρέφει παλι σε εκεινον...
πηγαινει παλι να αναζητήσει την θερμη του σώματός του,
την φωτιά του φιλιου του, την κολασμένη αφή του στο υγρό της κορμί.
Να του χαρίσει το στομα της, να του χαρίσει τις κραυγές της,
να του χαρισει τη ένταση που τον ξαναγεννά, να του παραδοθει, έστω για εκεινη τη στιγμη που κάνουν έρωτα, έστω για τοσο... έστω, το ξέρει...ξέρει...
μονο τοτε ειναι δικη του, επειτα ειναι του ποταμου.
Είναι του Δαίμονα που κατοικει στο σώμα της και τον τρελαινει.
Είναι του Θεού που την έπλασε...
μα όταν μπαινει μέσα της είναι Δική του!!

Με θάνατο ο έρωτας της μοιάζει, μα δέκα ζωές χωρίς εκεινη δεν θα άξιζαν...
Ποιος ο λόγος να ζείς δίχως τον θάνατο του έρωτα...

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ

Επαναστάτησε η φλόγα που κοιμόταν κάτω απο την κοιλιά μου
και απαίτησε προσοχή και υποταγή!
Αποφάσισε να διεκδικήσει την εξουσία απο την υπέρμετρη εγωπάθεια
της ψυχρής Λογικής και να πετάξει "πρέπει" και "όχι".


" Σε θέλω" σου ειπε η επί χρόνια ανέραστη θυληκότητά μου,
και ξεχύθηκε απο κάθε πόρο η οσμή του Πόθου...
Τα μαλλιά μου ανέμισαν και σε έμπλεξαν με τα δάχτυλα
και τα χειλη σου, και απαίτησαν να ικανοποιήσεις την
ανάγκη μου για τρυφερότητα πριν την ανάγκη σου για επιβεβαίωση.
Να κυλάς στο κορμί το φιλι σου σαν βωλος στο δρόμο
και καθε που χτυπά το προηγούμενο να κερδιζει και το 
επόμενο δικό μου..
Να βγουν στο μέσα μου τα μαχαίρια και τα τουφέκια και
να την κλέψω την εξουσία σου, σε ένα ερωτικό πραξικόπημα...

Απαίτησαν οι αισθήσεις μου να ικανοποιηθούν όλες,
χωρίς καμια συστολή και κανέναν συμβιβασμό για λιγότερο
χρόνο, ή χαμηλότερη ποιότητα....
Η όραση μου αχορταγα σε κατέτρωγε και σε μετρούσε
να θυμάται την παραμικρή λεπτομέρεια αργότερα,
όταν το πραξικόπημα θα έληγε και θα ερχόταν η ώρα
της τιμωρίας....καταδίκη στην αδράνεια της έξαψης..
Στην έλλειψη της Έκστασης...
Η ακοή μου αφουγκραζόταν τον κάθε ήχο, τον κάθε στεναγμό
σου, την κάθε αντίδραση του σώματος την ώρα της υπέροχης
αυτής σφαγής....την καθε ηχητική αποκάλυψη της απελπισμένης
προσπάθειας να αντέξεις ακόμη λίγο στα χέρια ενός λυσσαμένου
αιλουροειδούς που υπακούει μόνο σε νόμους Ενστικτου!

Τι να πω για τη γεύση...
" όλη η αλμύρα της θάλασσας στο κορμί σου" μου ψυθίριζες....
Θέλω να την αφήσω όλη πάνω στη γλώσσα σου!!
Θέλω να μην ξεδιψάσεις ποτέ σου!!! Να είμαι το Νερό σου!!
Να ειμαι αυτο που σε μεθά χωρίς να πιεις!!!
Η όσφρηση να χάνεται, μέσα στις ανείπωτες περιπτύξεις
και το άρωμα του τυφλού Πάθους μας, να μην αφήνει καμια
άλλη μυρωδιά να υπερισχύσει, απο εκείνη της καμμένης σάρκας,
που αφήνεται στην λάβα να απανθρακωθει ως την επόμενη φορά...
" Μόνο δική μου να σαι!!"

Στο πραξικόπημα τούτης εδώ της Δικτατορίας της Σάρκας,
κι εγώ, κι εσύ, θέλουμε να μην αφήσουμε απόρθητο
κανένα κάστρο, κορμι, ψυχή, μυαλό να τα κυριεύσουμε όλα!!
Μόνο τη δική μου αφή να αναγνωρίζεις, μόνο να αγγίζεσαι 
από μενα ή για μένα... μόνο να νιώθεις τα χέρια μου στο 
κορμί σου ακόμη κι όταν μας χωρίζουν του κόσμου όλου, 
οι Θάλασσες και τα Βουνά!
Να κάμεις τετράδιο το κορμι μου και να φυλάξεις κάθε
σου σκέψη όσο κρυφη και αν ειναι...
Να στείλεις μέσα σε ένα άδειο σου πουκάμισο από σώμα, 
τη μυρωδιά και την γεύση σου...
Να με ξαπλώσει πάνω σε ένα νούφαρο η φωνή σου και
να με πνίξει μες την Νύχτα η διέγερσή σου όταν
για μένα θα Πολεμάς το χειρότερο εχθρό τουτου του
Ερωτικού Πραξικοπήματος.  Την απογοητευμένη μου
καρδιά που δεν πιστεύει και που στο τέλος, θα ναι αυτή
που θα σε δικάσει και καταδικάσει...  μαζί και εμένα....

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

ΤΟ ΦΥΛΑΧΤΟ

Σηκώθηκε απο το κρεβάτι και στάθηκε στην άκρη του υπνοδωματίου.
Κοίταξε γεμάτη απόγνωση τα σεντόνια και τα μαξιλάρια
και με έναν δυνατό λυγμό έκλεισε απότομα τα μάτια της. 
Δεν ήθελε να ξέρει οτι τέλειωσε. 
Δε ήθελε να ξέρει πως δεν υπήρχε τίποτε πια
να την κρατήσει σε εκεινο το δωμάτιο.  
Κοίταζε τα σεντόνια τα ανακατεμένα,
τις ζάρες που δημιουργησαν τα σώματα 
που κυλιόντουσαν πάνω τους λίγο πριν,
τα ίχνη τα νωπά ακόμη, από την θύελλα π
ου ειχε βρεθεί σε τούτο το δωμάτιο.
Κοιτούσε βουρκωμένη, αδειανή μα ταυτόχρονα τόσο γεμάτη, 
απο μια ανεξήγητη πληρότητα μέσα στο έρεβος ενός κενού. 
Έπειτα ανεπνευσε βαθια. Προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία της 
και να ανασυγκροτήσει τις σκέψεις της.  
Δε μπορούσε απλως να περιφέρεται έτσι...
να μοιρολογει, να περιμένει το εξαφανισμένο...

Πήγε στο μπάνιο και αφου άφησε πολύ παγωμένο νερό 
να τρέξει παντου στο κορμί της, βγήκε και ντύθηκε με πολύ αργές κινήσεις.
Εμοιαζε, αν την κοιτούσε κανείς, σαν να γδυνόταν για κάποιον και όχι να ντυνόταν..
Κοίταξε αλλη μια φορά με πληγωμένο βλέμμα το χώρο.
Η ματιά της σταμάτησε στο κομοδίνο που ειχε ακουμπήσει τα γυαλιά του.
Στο καθρέπτη που τον κοιταξε κρυφά να μορφάζει από πόνο 
όταν τα έπαιρνε παλι φεύγοντας, αφού ούτε εκείνος ήθελε να φύγει 
αλλά έπρεπε...
Χάιδεψαν τα μάτια της τα αποτσίγαρα μέσα στο τασάκι. 
Τα δικά του αποτσίγαρα.
Τα δικά του χείλη ηταν αφημένα εκει πάνω. ¨
Οπως ήταν αφημένα και στο σώμα της παντού.
Με μια κίνηση αυθόρμητη άγγιξε το λαιμό της, 
τόσα φιλιά στη χούφτα της αμέσως κουλουριάστηκαν.
Φιλιά, ανάσες, λόγια στην φλέβα εκείνη της ζωής στο λαιμό της..
Ταράχτηκε ξανά και ξανά οπως κάθε φορά που έφερνε 
στο μυαλό της το άγγιγμά του.
Ανοιξε την χούφτα της.  Πέταξαν και τα φιλια και όλα...

Στάθηκε στο παράθυρο για λίγο.  
Κοιτούσε από έξω τον κόσμο να περνά. 
Σε λίγο και εκεινη θα χανόταν μές στο πλήθος 
σαν τους άλλους τους τόσους άγνωστους που προσπερνάς 
και δεν νοιάζεσαι τι ιστορία κουβαλά ο καθένας τους... 
Αγνωστη μέσα στο πλήθος με μόνο γνώριμο, τον ήχο
στο κινητό της που θα περιμένει να χτυπήσει από εκείνον ξανά...
Η νύχτα ερχόταν...η στοργή έφευγε... 
κάποτε την είχε ρωτήσει, πως αντέχει να ζει μακριά του
εκείνη όμως δεν του απάντησε ποτέ αυτο που έπρεπε, 
για να μην τον πληγώσει, κι ας την είχε πληγώσει ο ίδιος 
με την ερώτησή του.  
Γιατι δε ρωτάς καποιον πως αντέχει, όταν ο ιδιος 
εισαι αυτός που πρέπει φεύγει μακρια του... 
Δεν του ειπε ποτέ "όπως κι εσύ", ποτέ δεν του το ειπε...

Γύρισε να πάρει την τσάντα της και προχώρησε προς την πόρτα.
Στάθηκε πάλι. Άφησε την τσάντα να πέσει στο πάτωμα. 
Γύρισε και κοιταξε το κρεβάτι.
Αυτή τη φορά δεν θα εφευγε έτσι. 
Δεύτερη, έπειτα από αυτόν, μόνη, πονεμένη από την πολυ αγάπη
που της έδινε καθε φορά μα αγάπη, δανεική!  
Όχι, όχι τουτη τη φορά!
Αρχισε να ξεστρώνει το κρεβάτι και να βγάζει τις μαξιλαροθήκες.
Δίπλωσε προσεκτικά τα φιλια μέσα στα σεντόνια, 
τα χάδια τα έβαλε μέσα στις μαξιλαροθήκες.
Τα λόγια τους, τα γεμάτα πάθος λόγια τους, 
τα τυλιξε με ακόμη μεγαλύτερη προσοχή
στις πετσέτες που χρησιμοποίησαν.  
Τα δίπλωσε όλα με ευλάβεια και λατρεία ραντίζοντάς τα
με δάκρυα γεμάτα πόνο, γεμάτα λάβα.
Πριν φύγει την είχε φιλήσει όπως πάντα, απαλά, απλά, 
χωρίς παθη για να μην κυλήσουν ξανά στα σεντόνια. 
Πάντα της έλεγε "σαγαπω" κι εκείνη 'σε λατρεύω" και 
περίμενε για την επόμενη συνάντησή τους..
Απόψε δεν του είχε πει "σε λατρεύω"...
Την είχε κοιτάξει με απορία μα δεν ειπε κάτι.
Σώπασε. Κι ετσι σιωπηλά ανοιξε την πορτα και επέστρεψε στην ζωή του.

Εκείνη απόψε, δεν θα επέστρεφε πουθενα..
Θα πήγαινε μονάχα ...μονάχη...απο την αρχή, άγνωστη στο πλήθος, 
να συναντήσει άλλους άγνωστους, να βρει νέες απώλειες να θρηνήσει...
Να πενθήσει το χαμό, να βιώσει το κενό
και να ξεκινησει παλι απο την αρχή!
Και θα είχε φυλαχτό πολύτιμο τουτα τα σεντόνια..
Για την αγάπη, για την αλήθεια, για τη ζωή της....

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Ο ΧΥΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

31 Οκτωβρίου 2011, ώρα 14 05, Πεζόδρομος Εθνικής Τράπεζας στην Ξάνθη.

Κάθομαι στο ξεχωριστό καφέ MARIPOSA του φίλου μου του Αναστάση.  
Από τα ηχεία, φτάνει στα αυτιά μου το τραγούδι ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΜΟΝΟ με την φωνή της υπέροχης Δήμητρας Γαλάνη.  Το σημειωματάριο στο οποίο γράφω, το αγόρασα προ ολίγου απο το βιβλιοπωλείο μιας άλλης Δήμητρας... της Πυργελή.  
Υπέροχη Δήμητρα και τούτη... Παραμυθατζού μεγάλη!
Πως αλλιώς θα ταιριάζαμε;!!  Συγγραφέας παιδικών παραμυθιών και όχι μόνο συγγραφέας...
Καθώς ακούω τους λατρεμένους στίχους, δυο κορίτσια από το διπλανό τραπέζι, 
με όλη την δροσιά και την αφέλεια της ανωριμότητας και της Υπεροχής που διαθέτει η Απειρία λένε, " τι τραγούδι!!!"
Με κοιτούν. Τους χαμογελώ πλατιά, αρχίζω όμως και να γελώ με την ψυχή μου.
"Μα είναι απίθανο!!"  επαναλαμβάνουν με ένα στομα.
"Ιδιαίτερα όταν το έχεις ζήσει..."  τους απαντώ γελώντας πάντα...

Τώρα μορφάζουν έκπληκτες και γελούν δυνατά και αυτές με συνομωτικό ύφος
και διάπλατα μεγάλα μάτια που λάμπουν.  Σηκώνω για λίγο το στυλό απο το Χαρτί..
και σκέφτομαι μειδιώντας..

 Αγωνίες, λαχτάρα, φούστες που πέφτουν στο πάτωμα με κρότο,
εσώρουχα που σκίζονται απο το ασυγκράτητο του πόθου, πόρτες που κλείνουν
βιαστικά, καθρέπτες που μάρτυρες γίνονται του ανομολόγητου, απαγορευμένου Πάθους.  Λεπτά, δευτερόλεπτα, χρόνος αδιάφορος, μα τόσο τυρρανικός, 
που προστάζει την ηδονή να πολλαπλασιαστεί για να μπορέσει να αντέξει 
τον χρόνο που θα κυοφορεί την ανάμνηση...
Δυο Μέρες Μόνο... ίσως και Δυό Ώρες Μόνο... τόσο μόνο...  
ολόκληρη ζωή σε τόσο μόνο...

Το στυλό επιστρέφει στο χαρτί.  
Πού ήμουν;  
Α, ναι... θυμάμαι..στον Πεζόδρομο της Εθνικής
Τράπεζας στην Ξάνθη...
Πίνω ένα Χυμό που ονομάζεται, Πράσινος Χυμός.
'Οπως η Ελπίδα...