Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Ο ΔΕΙΛΟΣ

Η καλοκαιρινή νύχτα ήταν γεμάτη αρώματα. 
Κοίταξα προσεκτικά έξω από το παράθυρο και αφού σιγουρεύτηκα,
ότι δεν ακολουθούσε ψυχή,  με ένα σάλτο,
βρέθηκα να περνώ την καγκελόπορτα του πατρικού μου.
Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα γεμάτος οργή και πόνο στο ποτάμι.
Πέταξα τα ρούχα μου καταγής και κολύμπησα γυμνός. Κολύμπησα ώρα πολυ...
Κάποτε, βγήκα στάζοντας και άρχισα να σκάβω μανιωδώς κάτω απο το μεγάλο πλάτανο,
κάτω απο το σημείο που είχαμε χαράξει το όνομά μας..
Εκεί, που αγαπιομασταν και ορκιζόμασταν, εκεί που έλεγα τόσα μεγάλα σερνικά λόγια,
εγώ, ο άντρας, το καλό αρσενικό που τιμά το λόγο του...

Όταν είχα κάνει πια μια μεγάλη τρύπα, έχωσα το κεφάλι μου μέσα και αφέθηκα.
Ούρλιαξα.  Σπάραξα. Εκλαψα με Λυγμούς. Άφησα αναφιλητά να τραντάξουν
τη γη. Ελευθέρωσα απο τα τρίσβαθα της ψυχής μου δάκρυα καυτά και πρωτογονα.
Κυλούσε το ποτάμι μέσα μου και έξω απο το σώμα μου.
Κυλούσε το ποτάμι πλάι μου και μέσα σε εκείνη την χωμάτινη τρύπα.
Ούρλιαζα και θρηνούσα ώσπου δεν εβγαινε άλλη φωνή, ουτε άλλο δάκρυ.
Εκλεισα τότε την τρύπα με το ίδιο χώμα που ειχα αφαιρέσει. Την πάτησα καλα.
Την έχτισα, χτίζοντας μέσα της το Σπαραγμό και την Ανημποριά μου.
Ντύθηκα. Εφυγα.
Αφησα πίσω στην ρίζα του αιωνόβιου,
έναν αιωνιο πόνο.
Ανάλγητος ο πόθος μου για σένα...
Έφυγα.  Περπάτησα αργά ως το σπιτι.
Μπήκα πάλι απο το ανοιχτο παράθυρο, κουβαλώντας κάθε απόσταγμα της νύχτας.
Ξημερώθηκα στεγνός εντός μου...
Δειλός.  Όπως ακριβώς έζησα. Κι ας ήταν ο μοναδικός μου άθλος η αγάπη μου για σενα.
Ποια αγάπη μου; ποιος άθλος; 
Ξημερώθηκα ακούγοντας τις καμπάνες του χωριου να χτυπουν χαρμόσυνα ...
Σε έπαιρνε άλλος.
Ξημερώθηκα φλεγόμενος απο τις αναμνήσεις και τα λόγια που δεν μπόρεσα να κανω πράξη.
Δεν είχα μπορέσει να σε κλέψω.  Εσύ ήσουν έτοιμη. Εγώ εκανα πίσω.
Σε έπαιρνε άλλος.
Ξημερώθηκα στεγνός εντός μου..
Δειλός. Όπως θα πεθάνω.

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Λαθρεπιβάτης,
σύννεφο που ξεχάστηκε,
καρφιτσωμένο στα μαλλιά του Ήλιου,
έτσι θα σε ακολουθώ.
Παράταιρος ήχος,
φάλτσο, στην τέλεια,
ψυχοθεραπευτική
μελωδία της άγνοιας.
Ανυπόταχτη,
ακατάλληλη συμπεριφορά,
προκληκτική γραφή,
στα πολιτικως ορθά
επιχειρήματα.
Επανάσταση,
Αναρχία,
Δημοκρατία στην Τυρρανία
της συνήθειας,
έτσι θα σου δίνομαι.
Διπολική ενέργεια,
στη πάγια αδράνεια
του αμυντικού σου μηχανισμού.
Κόκκινο και Μαύρο,
χυμμένο μέσα στο
Άσπιλο Λευκό,
να μπασταρδεύω,
να διαφθείρω,
την ιερότητα των ανομημάτων σου.
Αντίθεση Αθάνατη
στην Θνητή σου Αρμονία...
Έτσι Αγαπώ!

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

ΑΠΩΛΕΙΑ

Βάδιζε αργά στο σκοτεινό δρόμο.  Η άσφαλτος βρεγμένη και ό ίδιος,
βρεγμένος ώς το κόκκαλο. Δεν έμοιαζε να τον ενοχλεί που η μπλούζα
και το παντελόνι του είχαν κολλήσει πάνω του απο την καταρρακτώδη
νεροποντή λιγο πριν.  Βάδιζε σχεδόν σαν να είχε το πουθενά ως προορισμό.
Έψαχνε να βρει τον Θεό.
Αναζητούσε μια μικρή χαραμάδα στο όνειρο να δραπετεύσει.
Η ζωή του ήταν μια διαρκής επανάληψη.
Η ζωή του ήταν μια διαρκής απουσία.
Είχε αγαπήσει πολύ εκείνον τον πιτσιρικά που του αγόραζε τσιγάρα κάθε
απόγεμα, μα το μεσημέρι το παιδί βρέθηκε πεταμένο σε ένα χαντάκι με κομμένο
λαιμό.  Δέκα χρονών παλικαράκι, ποιος καριόλης το έβαλε στο μάτι;
Η μικρή κωμόπολη που ζούσε ειχε από νωρίς σωπάσει και κλειδαμπαρώσει τις
πόρτες, τα στόματα, τα μάτια ακόμη...
Ποιά μοίρα χτύπησε εκείνη την μάνα; Ποιά αμαρτία πλήρωνε;
Πόσο μπορεί να αντέχει η ανυπαρξία την ενοχή της, άραγε...
Που θάβει η σιχασιά την ντροπή της;
Πώς οι δείκτες των ρολογιών σταματούν πάντα, στην ώρα που κανείς
δεν θέλει να σταθεί; 
Γιατί η μοναξιά μοιάζει παρέα οταν το πλήθος κοιτάζει κατάματα την
απομόνωση;
Βάδιζε και ο δρόμος μάκραινε αντι να μικραίνει.
Ο ουρανός στένευε. Η ατμόσφαιρα τον έπνιγε.
Η μυρωδιά από ένα γωνιακό σουβλατζιδικο τον έκανε να συσπαστει
σε μορφασμό αηδίας. 
Μια πόρνη στην άλλη γωνία του φώναξε κάτι κατεψυγμένα ερωτόλογα.
Κάποτε έφτασε στην πόρτα του την ορθάνοιχτη στο παράτολμο.
Την άφησε πάλι ανοιχτή όπως την βρήκε.  Γδυθηκε στο χωλ.
Άφησε τα ρουχα να σφουγγαρίζουν το πάτωμα, κατευθύνθηκε ολόγυμνος
στο σκοτεινό, κατασκότεινο δωμάτιο που ειχε για καθιστικο.
Πεταμένα χαρτιά παντού από την άτεχνη προσπάθειά του να γράψει όλο
το απόγεμα έναν επικήδειο. Δυό λόγια, ίσα ίσα να μπορέσουν να δώσουν
νόημα στο χαμό... Εκείνος ήταν ο συγγραφέας ο μορφωμένος της πόλης.
Οι συγγενείς του είπαν να ετοιμάσει κάτι για το άτυχο παιδί. 
Δεν τον είχε ρωτήσει κανείς αν μπορούσε να το κάνει...
Γυμνός στο σκοτάδι ξέπλενε το κορμί του με την αλμύρα της ψυχής.
Ένας δαίμονας πάλευε στο κατώφλι της ορθάνοιχτης πόρτας με την
ευαισθησία του.  Ενας άνθρωπος πάλευε στο κατώφλι της ανάληψης
με το παρελθόν του. Μια νύχτα, πάλευε με την μέρα στο κατώφλι του
χρόνου.   Πότε πληρώνονται τα κρίματα;  Πως; 
Σηκώθηκε. Εψαξε για τσιγάρο.  Βρήκε ένα άδειο πακέτο.
Βέβαια, ο μικρός δεν του πήρε τσιγάρα σήμερα...
Έξω είχε ξαναρχίσει η βροχή...
Η ορθάνοιχτη πόρτα την καλώς όριζε στο σπίτι...
Η πόρνη της γωνίας έμπαινε βιαστικά σε ένα αυτοκίνητο...
Η μάνα του μικρού σπάραζε...
Εκείνος βλαστήμαγε που δεν είχε τσιγάρα μια τέτοια στιγμή.... Γαμώτο!!
Λίγος αργός θάνατος πάντα καταλαγιάζει έναν ξαφνικό θάνατο...
*              *                  *
Μια αχτίδα φωτός έπεσε ακριβώς πάνω στο πρόσωπό του.
Η βροχή ντροπιασμένη αποσύρθηκε, αφού πρώτα είχε μαστιγώσει την
είσοδο του σπιτιού του, από την ορθάνοιχτη πόρτα. 
Όλο το βράδυ είχε κοιμηθεί στην πολυθρόνα, γυμνός.
Ανελέητα η παγωνιά της νύχτας, της ψυχής και του σπιτιού, τον έδερναν.
Το σώμα του μαρμαρωμένο, σαν κι εκείνο του νεκρού πιτσιρικά, που πια δεν
θα του αγοράσει άλλα τσιγάρα, ούτε θα τον ακούει να λέει τις εμμονικές του
εξομολογήσεις για την ζωή. Του μικρού ήρωα που δεν βράζει πια ο ποταμός 
εντός του, μήτε κάποια μοίρα του υφαίνει κιλίμια μαλακά για να εχει γηρατειά
ο προορισμός του. Το σώμα του άνδρα πικρό, σαν κατακάθι του καφέ, ανέτοιμο
να μεταβεί στο Κοιμητήριο. Ανέτοιμο να μεταβεί στο Κολαστήριο της Ζωής που
απομένει, περιμένει, υπομένει και ενίοτε επιμένει.

Πλύθηκε με κόπο. Σέρνοντας σχεδόν το σώμα του στο μπάνιο. Κοιτάχτηκε πολυ
ωρα στο καθρέπτη, τα γένια του είχαν μεγαλώσει. Τον έκαναν να δείχνει πολύ
γέρος.  Οι γέροι πανε στα καφενεία.  Παίζουν τάβλι και χαρτάκι και περνά ο καιρός.
Εκείνος δεν παίζει τίποτε. Δεν παει στα καφενεία. Δεν υπάρχει στο καθημερινό άβατο
η πρωτόκολλο.  Είναι ενας ανύπαρκτος ζωντανός.  Ο καιρός τρέχει και τον προσπερνά
σταματημένο.
Το παιδί... το παιδί όμως υπήρχε, γελούσε, έτρεχε, φώναζε, μάλωνε, γούσταρε!
Το παιδί... ο επικήδειος... Τι να έλεγε; τι να πει για δέκα χρόνια ολα κι όλα ; τι;
Το παιδί...γαμώτο ήταν ανάγκη να συμβει τούτο το κακό;

Το στήθος του το ένιωθε βαρύ, κρεμασμένο, ένιωθε τους μαστους του κρεμασμένους
σαν ρουφηγμένο, αποζυμωμένο.  Πως άλλιώς θα μπορούσε να νιώθει;  Πέντε δεκαετίες
τώρα, κουβαλούσε σε αυτό το στήθος ενοχές, καημούς, ανεκπλήρωτους πόθους.
Με αυτούς τους μαστούς θήλαζε όνειρα, ελπίδες, λιμοκτονούσες φιλοδοξίες...

Ύστερα κοίταξε χαμηλότερα και όπως ήταν γυμνός παρατήρησε το γερασμένο του
πέος. Μαραμένο, ανέραστο, κενό από την ευλογία της ζωής. Ο ίδιος χρόνια τώρα,
ένα κορμί δίχως ηδονές, δίχως απολαύσεις.  Ταμένος λες, σε ενός οικειοθελούς
μοναχισμού τον όρκο. "Φυσικό" σκέφτηκε. Αφού στης νιότης του τα σταυροδρόμια
ρουφούσε κάθε είδους εμπειρία, σήμερα αδυνατεί να λειτουργήσει ως θα έπρεπε.
Γιαυτο θύμωσε χθες βράδυ με την πόρνη στην γωνία.
"Αγόρι πολύ θέλω να την βρώ μαζί σου, απόψε"  του είχε πει.
Δεν μπορούσε να της πει πως ανεξάρτητα με το θάνατο του μικρού
εκείνος βίωνε ένα θάνατο ανδρισμού εδώ και χρόνια.
Ο μικρός, γαμώτο!! Τι ώρα ήταν;  Να ντυθεί.
Να βάλει και δυο λόγια στο στόμα του τρυφερά.
Δυο σπασμένα φτερά στους ώμους να τα διπλώσει προσεκτικά ή να τα κόψει
και να τα εναποθέσει στο φέρετρο του μικρού. 
Εχει ο μικρός ανάγκη τα φτερά του;
Εκείνος οργανώνει ήδη τους αγγέλους στο παράδεισο. 
Έριξε νερό στην πεθαμένη του φύση και στο πρόσωπο το σκαμμένο
απο σκέψεις και τράβηξε για τη ντουλάπα.
Η πόρτα του σπιτιου ορθάνοιχτη ακόμα. 
Το στόμα της καθολικής Απώλειας ανοιχτό πάντα. 
Η ζωή ανοιγοκλεινε τα μάτια της και τα αυτιά της...
Είχε ξαναρχίσει να βρέχει... Η ντουλάπα άνοιξε. Η ντουλάπα έκλεισε.
Εκείνος απόμεινε γυμνός.  Γυμνός θα ήταν από δω και στο εξής...
"Γαμώτο!!  Ένα τσιγάρο ρε που...  μου!!!!" 
Σκέφτηκε το μικρό αγόρι με το κομμένο λαιμό. Θυμήθηκε.
Του είχε υποσχεθεί να μην βλαστημάει. 
" Θα το κόψω!" Είπε δυνατά. 
Η νικοτίνη έρεε πηχτή απο τα μάτια του...

 *         *          *

Η τελετή ήταν λιτή και θορυβώδης ώς έπρεπε σε ένα σώμα δεκάχρονου.
Η μάνα δεν ήταν εκει.  Δεν άντεχε.  Κάτι θειάδες ήταν, μερικά ξαδέλφια,
φιλοι, γείτονες, κι εκείνος. Κουκουλωμένος ήταν σε ένα σκουρο, πηχτό
γιατί.. Η μέρα είχε τρελαθεί και απο τον ολόλαμπρο ήλιο, έβρεχε
καταρρακτωδώς την ώρα της κηδειας.  Πότισε η γη ξανά με πληθος υγρών ενοχών. 
Δάκρυα έπεσαν. Στάλες του Θεού έπεσαν. Δάκρυα ανθρώπων και Θεού έραναν το
παγωμένο κιβώτιο που μετέφερε το άψυχο σαρκίο του πιτσιρικά.

Δεν είχε βάλει μήτε καφέ, μήτε τσιγάρο στο στόμα του. Κατά έναν
παράξενο και παράδοξο τρόπο απο την στιγμή του φονικού και έπειτα,
δεν είχε καμιά διάθεση να πάει στο περίπτερο να αγοράσει τσιγάρα.
Έβριζε, χτυπούσε ότι εβρισκε αλλά δεν έπαιρνε ουτε τράκα..
Γυρνώντας απο την θλιβερή αυτή συνάντηση με τους λοιπους της
πόλης του, στάθηκε για λίγο και κοιτουσε από μακριά το Νεκροταφείο.
Δεν πίστευε στο Θεό.  Ίσως πάλι ο Θεός δεν πίστευε και πολυ σε εκείνον.
Έμεινε όμως και κοιτούσε, αναζητώντας τις ψυχές που είχαν φύγει από
όλα εκείνα τα σώματα που ενταφιάστηκαν κενά, ως άλλες ελπίδες,
που απλά έχασαν τους φορείς τους. 
Σε μια τέτοια στιγμή στο παρελθόν θα είχε βγάλει το πακέτο με τα τσιγάρα του
και θα ειχει καπνισει τουλάχιστον τρία.  Θα είχε μασουλήσει σχεδον το φιλτρο και
θα είχε φτύσει κάμποσες φορές στο χώμα με αηδία.
Σήμερα όμως, όχι μόνο δεν του έλειψε η πίσσα και η νικοτίνη, μα ένιωθε και
λιγότερη αηδία απο ποτέ.
Έφυγε λίγη ώρα αργότερα περπατώντας σκυφτός και άπνοος.  
Δεν ήθελε να μιλά. Δεν ήθελε καν να ανασαίνει. Δεν αισθανόταν πως υπηρχε
σοβαρός λόγος ούτε για το ένα ούτε για το άλλο.  'Εφτασε καποτε στην γωνία
που έβγαινε η πουτάνα της πόλης.  Δεν ήταν εκει. Ίσως ήταν νωρίς.  Ίσως πάλι
απλά είχε ρεπο.
Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στην Ζωή, μήπως και του πρόσφερε λιγη συντροφιά.
Μήπως και του πρόσφερε λίγη ζωή.  Όσο ζουσε ο πιτσιρικάς, καθόταν καμια ώρα
αγνοώντας την μάνα του που του φώναζε να μην ενοχλεί τον κύριο Καθηγητή και
συζητούσαν.  Ο Συγγραφεας μας ικανοποιουσε την ματαιοδοξία του να φαίνεται
δάσκαλος σε κάποιον, ο πιτσιρικάς ικανοποιουσε την περιέργειά του για διάφορα,
ενώ ταυτόχρονα μπορούσε να καυχιέται πως ο μεγάλος και τρανός, μυστηριώδης,
διάσημος συγγραφέας της πόλης τους ήταν φιλος του.  Όχι, όχι φίλος του, ήταν
σαν γιος του. Πως τον αγαπούσε πολύ και άλλα τέτοια.. Δέκα χρονών φαντασίες,
υπάρχουν ωραιότερες και αθωότερες...

Τελικά τηλεφώνησε στην Ζωή.  Λίγη ώρα αργότερα έφτασε σπίτι του.
Η Ζωή γύρω στα 50 μα πολύ ζωηρή και ομορφη, χήρα απο τα 40 της, όλο καμπύλες
και εντονο βλέμμα, από την πρώτη τους συνάντηση στο εστιατόριο που έτρωγε
ο κ. Καθηγητής, του έδωσε να καταλάβει πως ήταν διαθέσιμη. 
Ήταν όχι μόνο διαθέσιμη μα και πολύ καλός άνθρωπος.  Του κρατούσε συντροφια
πολλά κρύα βράδια και όχι μόνο. Τον φρόντιζε, τον νοιαζόταν.
Της άρεσε να τον ακούει να της μιλάει για την ζωή του. Για ότι έζησε και ότι δεν 
πρόλαβε να ζήσει μα το ήθελε καποτε.  Τον έβλεπε να γράφει τους εφιάλτες του
σε μια κόλλα χαρτί, ή να χτυπά τα πλήκτρα της γραφομηχανής με μανία.
Τον άγγιζε.. τον άφηνε να την αγγίζει... όποτε, όσο...
Δεν την ένοιαζε που δεν ήταν πάντα ικανός να την ικανοποιήσει. 
Αλλωστε παντρεμενη με συνοικέσιο απο τα 17 της, με έναν άντρα κατά εικοσι πέντε
χρόνια μεγαλύτερό της, είχε μαθει να βάζει τα της ερωτικής της ικανοποίησης
σε δεύτερη μοίρα.
Έτσι τον φρόντισε και τώρα.  Σαν παιδί. Σαν μωρό. Σαν πονεμένο ζωάκι.
Σαν πληγωμένο θεριό. Σαν μια ελπίδα που ενταφιάστηκε αφού έχασε τον φορέα της.
Σαν μια φαντασίωση ενός δεκάχρονου αγοριού...
Σαν μιαν απώλεια που βρέθηκε μα δεν ξέρει κανείς πως να την αγαπήσει...

Η Ζωή κάπνιζε πολύ.  Εκείνος κάπνιζε περισσότερο.
Εκείνη την νύχτα δεν κάπνισε κανείς τους.
Εκείνος μέχρι σημερα δεν καπνίζει.

(Επίλογος)

Οι μέρες πέρασαν δίχως αστεία, δίχως φωνές, δίχως καπνό..
Δεν άλλαξε τίποτε στην πόλη. Δεν άλλαξε τίποτε στο κορμί του.
Δεν χρωματίστηκαν οι νύχτες του. Δεν αποχρωματίστηκαν τα ονειρά του.
Όλα είχαν μιαν αντιθετική δυναμική, παραμένοντας όμως τοσο, μα τόσο
στατικά. Αναλλοίωτα τα δάκρυα. Αναλλοίωτα τα πάθη.  Αναλλοίωτα τα όχι
και τα ναι. 
Εκείνος μετρουσε καθε νύχτα ώρες ωσπου να κλάψει λιγο, να
ξαλαφρώσει την ψυχή του.  Κι ύστερα,  μετρούσε λεπτά μονάχα γέλιου.
Κυρίως στις θύμησες που είχε απο την συμβίωση  με τον αδικοχαμένο
πιτσιρικά.
Συνέχιζε να εργάζεται. Εγραφε για να πληρώνεται και να διατηρεί τον τίτλο
του επιτυχημένου.  Έγραφε γιατι δούλευε.  Αδιαφορώντας για το τι έγραφε.
Όχι τίποτε δεν είχε αλλάξει.  Η δουλειά του ήταν η γραφή.
Κάποτε, αποφασισε πως έπρεπε να δώσει στον άνεμο της ανανέωσης
μιαν ευκαιρία.  Πήρε την Ζωή τηλέφωνο.  Συναντήθηκαν ένα βράδυ που
δεν έβρεχε μα φυσουσε με μανία ο άνεμος μέσα του.

"Με έχεις φροντισει πολύ. Δεν άξιζα μήτε την φροντίδα σου, μήτε την προσοχή σου,
πολυ περισσότερο την αγάπη σου.  Με αγάπησες ομως..."

Κάτι πήγε να ψελίσει η Ζωή, μα οπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις
η αλήθεια δεν σηκώνει αντίλογο...

"Σε αγάπησα και εγώ... με τον τρόπο μου...με τον καιρό νομίζω πως μου έγινες απαραίτητη,
όπως μου ήταν και ο μικρός.  Δεν το είχα αντιληφθεί, ποσο απαραίτητος μου ήταν.. Πρόσφατα ανακάλυψα πως ήταν μεγάλη σκέψη και σημαντική για μένα.  Πρόσφατα ανακάλυψα πως μου ήταν μεγάλη δύναμη και αλήθεια η σχέση μου μαζί του.  Όπως και αν ξεκίνησε, ότι εγωπαθή και μικροπρεπή ένστικτα αυτοπροβολής μου εξυπηρετούσε.  Επρεπε να φύγει ....να φύγει για πάντα για να συνειδοτοποιήσω... να καταλάβω...ξέρεις Ζωή, η ζωή δεν σου δινει την αλήθεια σου παρά μόνον όταν πια είσαι ετοιμος να την δεχθεις μα και να την πληρώσεις... δυστυχώς....
Δεν θα ήθελα να συνειδητοποιήσω κάτι ανάλογο για την δική μας σχέση με αυτόν τον τρόπο.
Αν το επιθυμεις και εσύ, θα ήθελα να ζήσω μαζί σου τις υπόλοιπες τρομακτικές μέρες και νύχτες μου. Αν το επιθυμεις θα ήθελα πλέον να ασκηθώ στην αυτοσυγκράτηση και την ταπεινότητα. Θα ήθελα να μην μιλώ για μένα, μα να ακούω εσένα να μιλάς και να σε αγαπω αν  μπορω."

Την επόμενη ξεκίνησε η κοινή τους ζωή.
Εκείνος δεν δούλεψε έκτοτε.
Μόνο έγραφε.
Δεν είναι η αγάπη που μας πληγώνει.
Είναι η αδυναμια μας να την αφήσουμε
ελεύθερη να υφίσταται και να ανασαίνει
κατ' επιλογήν...

ΡΩΤΑΣ ΠΟΙΑ ΕΙΜΑΙ

Με ρωτάς ποια είμαι... 
Αναρωτιέσαι γιατί δεν μπορείς να με βγάλεις από το μυαλό σου.
Από που έρχομαι..
Ποια είναι η γενιά μου.  
Σαν την Ιφιγένεια λες περιφέρομαι έτοιμη να θυσιαστώ!
Ποιά εγώ;;;
Σαν την Αντιγόνη, εξοργισμένη γυρεύω να θάψω τα εκτεθειμένα...
Η ίδια τελευταία νιώθω πιο κοντά 
στην Θεά που βασανίζει οφείλω να ομολογήσω, την Ήρα!

Πόσο με κάνεις να γελώ!!!!

Ψάχνεις πάντα τρόπους να με κάνεις να φύγω και να μην επιστρέψω.
Με θέλεις σαν πανί στον ούριο άνεμο να ταξιδέψεις και την ίδια στιγμή, η παράνοιά σου, σου επιβάλλει να με αποτινάξεις σαν περιττό βάρος.
Με γυρεύεις παντού σαν άλλη Ευρυδίκη ανίκανος να δεχτείς πως έληξε η παρουσία μου στα εδάφη σου, και ταυτοχρόνως προσπαθείς εκ νέου να νυμφευθείς ως άλλος Ιάσονας!!!

Μα αγάπη μου εγώ είμαι Ερινύα, μπορείς να απαλλαγείς από εμένα; Αν ήσουν αθώος η μωρός, τότε σίγουρα θα μπορούσες, αλλά τώρα...
Ορέστη θα σε βαπτίσω!

 Κάθε φορά που θα νομίζεις πως χάθηκα και απαλλάχτηκες από εμένα, την ίδια στιγμή θα υψώνομαι μπροστά σου πιο δυνατή από ποτέ!!  Σκύλλα και Χάρυβδη και Σειρήνα και Καλυψώ όλες μαζί,
να σε αποσυντονίζω και να σε σαγηνεύω, με εκείνη την αδιανόητη έλξη που ασκεί το  ερεβώδες...
Με την γοητευτική χροιά μιας Κίρκης, άλλοτε με την κορμοστασιά της Αφροδίτης αλλά πάντα με την οξυδέρκεια μιας Αθηνάς!

Θα σέρνεσαι κοντά μου και εγώ θα σε κρατώ μα σε μια απόσταση.  Φίδι πελώριο που θα παραμονεύει να εκμεταλλευτεί την αδυναμία μου.
Εχθρός που θα ήθελε πάρα πολύ να ήταν εραστής,
ένας Πλούτωνας που επιθυμεί την Περσεφόνη του!
Ακόμη και τον Πλούτωνα θα τον κατέστρεφα!!!!

Με κάνεις τόσο να γελώ!!!!

Ρωτάς ποια είμαι;
Μα είμαι τόσο πολλές που δεν θα πλήξεις ποτέ!
Το αίμα σου και το δάκρυ σου μου ανήκουν.
Είμαι η Γαία, Είμαι η Ρέα, Είμαι η Εύα....
Είσαι δικός μου!!!!
Κι εσύ! Κι εσύ!! Κι εσύ!!!!
Όλοι είστε!!!!!